- εξευτελισμός
- 1) accommodation2) avilissement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐξευτελισμός — disparagement masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευτελισμός — ο (AM ἐξευτελισμός) [εξευτελίζω] το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια τής αξίας («ο εξευτελισμός τού νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εξευτελισμός — ο ηθική μείωση, ταπείνωση, καταρράκωση, στραπατσάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξευτελισμόν — ἐξευτελισμός disparagement masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
αχρειοσύνη — η (AM ἀχρειοσύνη) [αχρείος] εξευτελισμός, ατίμωση … Dictionary of Greek
γάνα — η 1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα 2. η μουτζούρα τού φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά 3. οποιαδήποτε κηλίδα 4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος τής πομπής και τής γάνας» άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και … Dictionary of Greek
διασυρμός — ο (AM διασυρμός) διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός νεοελλ. δυσφήμηση τής τιμής, τής υπολήψεως αρχ. σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο παραβάλλοντάς το με το σημαντικό για να το γελοιοποιήσει … Dictionary of Greek
εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση … Dictionary of Greek
εντρόπιασμα — και ντρόπιασμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εντροπιάζω, ο εξευτελισμός, το καταντρόπιασμα, η ταπείνωση … Dictionary of Greek
εξευτέλιση — η [εξευτελίζω] ο εξευτελισμός … Dictionary of Greek